πολυμερείας

πολυμερείας
πολυμερείᾱς , πολυμέρεια
a consisting of many parts
fem acc pl
πολυμερείᾱς , πολυμέρεια
a consisting of many parts
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Άνταμ, Πολ — (Paul Adam, 1862 – 1920). Γάλλος μυθιστοριογράφος. Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1885 με το νατουραλιστικό μυθιστόρημα Τρυφερή σάρκα.Έγραψε μαζί με τον Ζαν Μορεάς τα βιβλία Δεσποινίδες Κουμπέρ (1886) και Τσάι στης Μιράντας (1886). Τις πολιτικές του …   Dictionary of Greek

  • Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης — (ΕΣΡ). Ανεξάρτητη αρχή με έδρα την Αθήνα, που συστάθηκε με τον νόμο 1866/1989, σύμφωνα με τον οποίο παραχωρείτο στο ΕΣΡ το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του κράτους να ασκεί τον έλεγχο στη ραδιοτηλεόραση με σκοπό την εξασφάλιση της τήρησης… …   Dictionary of Greek

  • Μπερτσέλιους, Γενς Γιάκομπ — (Jens Jakob Berzelius, Βεβερσούντα, Σέργκαρντ 1779 – Στοκχόλμη 1848). Σουηδός χημικός. Σπούδασε αρχικά ιατρική, την οποία άσκησε για μια μικρή περίοδο, και ύστερα χημεία στην Ουψάλα· υπήρξε καθηγητής της χημείας στην ιατρική σχολή της Στοκχόλμης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”